παρακλαίω

παρακλαίω
παράκλαψα, παρακλαύτηκα, παρακλαμένος, κλαίω υπερβολικά. Ο αόρ. παρακλαύτηκα σημαίνει παραπονέθηκα, διηγήθηκα τα βάσανά μου ζητώντας κάτι: Παράκλαψε το παιδί και στον ύπνο του ακόμη έχει αναφιλητό. – Παρακλαύτηκε στο νομάρχη και της χάρισαν το χρέος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρακλαίω — ΝΑ κλαίω πάρα πολύ ή κλαίω πολύ συχνά και για μεγάλο χρονικό διάστημα αρχ. κλαίω κοντά σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”