- παρακλαίω
- παράκλαψα, παρακλαύτηκα, παρακλαμένος, κλαίω υπερβολικά. Ο αόρ. παρακλαύτηκα σημαίνει παραπονέθηκα, διηγήθηκα τα βάσανά μου ζητώντας κάτι: Παράκλαψε το παιδί και στον ύπνο του ακόμη έχει αναφιλητό. – Παρακλαύτηκε στο νομάρχη και της χάρισαν το χρέος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.